- καταφλέξῃ
- καταφλέξηι , κατάφλεξιςburningfem dat sg (epic)καταφλέγωburn upaor subj mid 2nd sgκαταφλέγωburn upaor subj act 3rd sgκαταφλέγωburn upfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάφλεξη — ἡ (Α κατάφλεξις) [καταφλέγω] κατάκαυση, πυρπόληση, απανθράκωση, καταφλόγιση («Ἥρας δόλον καὶ Σεμέλης κατάφλεξιν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek